αλιάνιστος

αλιάνιστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλιάνιστος" в других словарях:

  • αλιάνιστος — η, ο βλ. ορθότερα αλειάνιστος …   Dictionary of Greek

  • αλιάνιστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε σε μικρά κομμάτια: Είχαν ακόμη το σφαχτό αλιάνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»