αλιάνιστος
Смотреть что такое "αλιάνιστος" в других словарях:
αλιάνιστος — η, ο βλ. ορθότερα αλειάνιστος … Dictionary of Greek
αλιάνιστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε σε μικρά κομμάτια: Είχαν ακόμη το σφαχτό αλιάνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)